εξαπόριμα

εξαπόριμα
το / ἐξαπόριμα (Μ)
δύσλυτο πρόβλημα, μυστήριο, αίνιγμα, απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαπόριμα αντί εξαπόρισμα από το εξαπορίζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”